- υπεφήβαρχος
- ὁ, Αυπαρχηγός τών εφήβων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐφήβαρχος «επόπτης τών εφήβων»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεφηβαρχώ — έω, Α είμαι ὑπεφήβαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐφηβαρχῶ «έχω το αξίωμα τού εφηβάρχου»] … Dictionary of Greek